- καταδέω
- (I)καταδέω (Α)1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ' ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.)2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ)3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.)4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα5. εμποδίζω, κωλύω («ὅς μοι ἐφορμήσας ἀνέμους κατέδησε κελεύθου», Ομ. Οδ.)6. δένω με μαγικά δεσμά7. φρ. «καταδέω τι ἀπό» ή «καταδέω τι ἔκ τινος» — εγκαθιδρύω ασφαλώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δέω (Ι) «δένω»].————————(II)καταδέω (Α)1. είμαι ελλιπής2. μένω πίσω, έρχομαι κατόπιν, υστερώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δέω (ΙΙ) «υστερώ, έχω έλλειψη»].
Dictionary of Greek. 2013.